- μεταίτησις
- μεταίτ-ησις, εως, ἡ,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεταίτησις — μεταίτησις, ἡ (Α) [μεταιτώ] αίτηση, παράκληση … Dictionary of Greek
μεταίτησις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταιτήσεως — μεταιτήσεω̆ς , μεταίτησις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)